ψιλότης

ψιλότης
-ητος, ἡ, Α [ψιλός]
1. η ιδιότητα τού φαλακρού
2. (για γυναικείο σώμα) η ιδιότητα τού λείου
3. γραμμ. έλλειψη δασέος πνεύματος, απουσία δασύτητας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψιλότης — ψῑλότης , ψιλότης bareness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • ψιλότητα — ψῑλότητα , ψιλότης bareness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητας — ψῑλότητας , ψιλότης bareness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητες — ψῑλότητες , ψιλότης bareness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητι — ψῑλότητι , ψιλότης bareness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλότητος — ψῑλότητος , ψιλότης bareness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”